- πρόσισχε
- προσίσχωhold topres imperat act 2nd sgπροσίσχωhold toimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσῖσχε — προσῖ̱σχε , προσίσχω hold to imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίσχεν — προσίσχε̄ν , προσίσχω hold to pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek